- πολεμάρχων
- πολέμαρχοςchieftainmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολεμαρχῶν — πολεμάρχης masc gen pl πολεμαρχέω to be polemarch pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαζή — ο (τίτλος σουλτάνων και πολεμάρχων) νικητής στον πόλεμο για τη διάδοση της μουσουλμανικής θρησκείας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αραβικής προελεύσεως] … Dictionary of Greek
μνημείο — Κάθε τι και κυρίως κάθε κτίσμα στήλη, τύμβος κλπ. που προορίζεται να συμβολίσει μια ιδέα ή να τιμήσει και να διαιωνίσει τη μνήμη κάποιου σημαντικού γεγονότος ή προσώπου. Τα προϊστορικά ντόλμεν, οι πυραμίδες, οι τύμβοι, είναι μνημεία αυτού του… … Dictionary of Greek
Σομαλία — Κράτος της Ανατολικής Αφρικής η Σομαλία (Tζουμχουρίγιατ ας Σομαλίγια) βρέχεται στα Β από τον Kόλπο του Άντεν και στα Α από τον Iνδικό Ωκεανό. Συνορεύει στα ΒΔ με την Aιθιοπία και στα ΝΔ με την Kένια.H χώρα, που καταλαμβάνει το λεγόμενο «Kέρας της … Dictionary of Greek
Σουν Γιατ-σεν — Κινέζος πολιτικός (Σιανγκ σαν, σήμερα Τσουνγκ σαν, 1866 Σαγγάη 1925), που ονομάζεται «πατέρας της πατρίδας». Αφού ανατράφηκε σύμφωνα με τα διδάγματα του διαμαρτυρόμενου χριστιανισμού, τελείωσε τις σπουδές του στο Χονγκ Κονγκ, όπου πήρέ το δίπλωμα … Dictionary of Greek